ασηρής

ασηρής
ἀσηρής (-οῡς), -ες και ἀσηρός, -ά, -ον (και αιολ. ἄσαρος) (Α) [άση]
1. αυτός που προξενεί ενόχληση ή αηδία
2. αυτός που αισθάνεται αηδία ή περιφρόνηση για κάποιον ή κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀσηρής — causing discomfort masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσηρῶν — ἀσηρής causing discomfort masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) ἀσηρός causing discomfort masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσηρῶς — ἀσηρής causing discomfort adverbial (attic epic doric) ἀσηρός causing discomfort adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άση — ἄση, η (Α) 1. η αηδία, η ναυτία 2. η αγωνία, η απελπισία 3. ο πόθος 4. η λάσπη του ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο συσχετισμός του τ. άση (αιολ. άσα) με το άσαι, απρμφ. αορ. του ρ. *άω «χορταίνω», είναι μεν σημασιολογικά δυνατός, δεν δικαιολογεί όμως τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”